γαριάζω

γαριάζω
και γαρίζω (Μ γαρίζω)
1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο»)
2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω
3. μελανιάζω απ' το κλάμα, γανιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και ο τ. γαρίζω < γάρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαριάζω — γαριάζω, γάριασα, γαριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαριάζω — γάριασα, γαριασμένος 1. κιτρινίζω από κακό πλύσιμο. 2. λιγδιάζω: Μόλις το φόρεσες το πουκάμισο και το γάριασες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα …   Dictionary of Greek

  • γαρίζω — βλ. γαριάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”